- εξαγωνιζομαι
- ἐξαγωνίζομαιἐξ-ᾰγωνίζομαιвести упорную борьбу, бороться
(τινι Eur. и περί τινος Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι Eur. и περί τινος Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εξαγωνίζομαι — ἐξαγωνίζομαι (Α) [αγωνίζομαι] αγωνίζομαι σκληρά … Dictionary of Greek
ἐξαγωνίζεσθε — ἐξαγωνίζομαι fight pres imperat mp 2nd pl ἐξαγωνίζομαι fight pres ind mp 2nd pl ἐξᾱγωνίζεσθε , ἐξαγωνίζομαι fight imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic) ἐξαγωνίζομαι fight pres imperat mp 2nd pl ἐξαγωνίζομαι fight pres ind mp 2nd pl ἐξαγωνίζομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγωνίζοντο — ἐξαγωνίζομαι fight imperf ind mp 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)